- ὀρέστας
- ὀρέστᾱς , ὀρέστηςmasc acc plὀρέστᾱς , ὀρέστηςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὀρέστας — Ὀρέστᾱς , Ὀρέστης masc acc pl Ὀρέστᾱς , Ὀρέστης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορεστιάς — Πόλη στη χώρα των Οδρυσών της Θράκης, που ονομαζόταν παλαιότερα Ουσκουδάμα και ονομάστηκε Ορέστεια ή Ορεστειάς επειδή είχε καταφύγει εκεί ο Ορέστης μετά τον φόνο της μητέρας του. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ορέστης, όταν οι Ερινύες τον… … Dictionary of Greek